Ο αθλητισμός εκτός από τη συστηματική σωματική άσκηση με σκοπό την ύψιστη σωματική απόδοση, ως επίδοση σε αθλητικούς αγώνες αποτελεί ένα κοινωνικό θεσμό ο οποίος αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Για να δούμε με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό ας επιστρέψουμε μερικούς αιώνες πίσω, στο 776 π.Χ. όταν οι αρχαίοι Έλληνες διεξήγαγαν τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες προς τιμήν των θεών τους. Στο χώρο της Ολυμπίας οι νικητές αθλητές που κέρδιζαν στεφανώνονταν με το κλαδί της ελιάς και γύριζαν στις πόλεις τους ως πρέσβεις του «ευ αγωνίζεσθαι».

Το «ευ αγωνίζεσθαι», τόσο για εκείνη τη μακρινή περίοδο όσο και για τη σημερινή, αποδίδει, ως θεσμός οικουμενικής εμβέλειας, ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιών το οποίο διέπει ως θεμελιώδες στοιχείο κάθε πραγματική αθλητική συνάντηση και κάθε πραγματική αθλητική συμπεριφορά. Είναι αυτό το στοιχείο που ανάγει τους συμβολισμούς του αθλητισμού σε κοινωνικούς συμβολισμούς. Είναι η ευγενής άμιλλα που καταδεικνύει το μεγαλείο του αθλητή και του ανθρώπου που αγωνίζεται, είναι ο σεβασμός στους συναθλητές και τους αντιπάλους, είναι η τήρηση των κανόνων και των ορίων, είναι η αποδοχή της ετερότητας, η αξιοκρατία, η εμπιστοσύνη. Πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης, για μια στάση ζωής, για μια προσωπική δέσμευση που δικαιώνει την ιδέα του αθλητισμού και που αποτελεί μία από τις απαραίτητες βασικές αρχές που οι σημερινές κοινωνίες περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουν ανάγκη.

Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, για να επιστρέψουμε στον 21ο αιώνα, αποτελούν παγκόσμια και πολυεθνικά αθλητικά γεγονότα στα οποία αθλητές από διαφορετικά κράτη παίρνουν μέρος με κοινούς για όλους κανόνες. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν ακόμη μεγάλο συμβολισμό με κοινωνικές προεκτάσεις καθώς έτσι καταργούνται τα γεωγραφικά όρια, οι αθλητές συναδελφώνονται και όλοι αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό, τη νίκη. Επίσης οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες – όπως και άλλες αθλητικές διοργανώσεις – καλύπτονται σήμερα, από τα όλα τα μέσα ενημέρωσης φτάνοντας σε εκατομμύρια φιλάθλους, οι οποίοι παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τις επιδόσεις των αθλητών.

Αυτή όμως είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά θέλει τον σύγχρονο αθλητισμό να δίνει τεράστια σημασία μόνο στη νίκη και να αδιαφορεί τόσο για τη συμμετοχή όσο και για το σεβασμό των αντιπάλων, των θεατών και των αρχών του αθλητισμού. Επιπλέον, διακρίσεις και μετάλλια συνδέονται άμεσα με χορηγούς, διαφήμιση, κρατικές επιχορηγήσεις και επαγγελματική αποκατάσταση. Η ηθική του ευ αγωνίζεσθαι φαίνεται να αγνοείται με αποτέλεσμα το δίκαιο και καθαρό παιχνίδι να δίνει τη θέση του σε εικόνες βίας και επιθετικότητας – κυρίως όσον αφορά το ποδόσφαιρο – αφενός και αφετέρου στην εξαπάτηση τόσο των αρχών όσο και των θεατών και των αντιπάλων και εντέλει, στην καταπάτηση βασικών ανθρώπινων αξιών.

Σε αυτό το σημείο μπαίνει το ζήτημα του ντόπινγκ και της αθλητικής εντιμότητας καθώς φαίνεται ότι οι περισσότεροι από τους αθλητές που διακρίνονται, ιδίως σε συγκεκριμένα αθλήματα, χρησιμοποιούν κάποιου είδους ντοπινγκ που άλλοτε γίνεται αντιληπτό και άλλοτε όχι. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και στο οποίο εμπλέκονται αθλητές, παράγονται ακόμη και γονείς.

Ο όρος ντόπινγκ (φαρμακοδιέγερση) αναφέρεται στη χρήση ή χορήγηση απαγορευμένων φαρμακευτικών ουσιών και απαγορευμένων μεθόδων που έχουν σκοπό την αύξηση της επίδοσης. Ο αθλητής έτσι, δεν χρησιμοποιεί μόνο τα θεμιτά μέσα – κατάλληλη προπόνηση, διατροφή και ψυχολογική προετοιμασία –, αλλά και μέσα που αντιτίθενται στους κανόνες και τις ηθικές αρχές του υγιούς αθλητικού συναγωνισμού. Σε έρευνα που έγινε το 1995, αθλητές ολυμπιακού επιπέδου ρωτήθηκαν τι θα έκαναν αν τους δινόταν η ευκαιρία να κερδίσουν ένα ολυμπιακό μετάλλιο ντοπαρισμένοι. Το 98% από αυτούς είπε ότι θα δέχονταν να χρησιμοποιήσουν απαγορευμένες ουσίες. Μάλιστα, το 60% από αυτούς είπε ότι θα το έκαναν ακόμα κι αν η χρήση των ουσιών αυτών τους οδηγούσε σε θάνατο. Πράγματι, οι θάνατοι αθλητών από το ντόπινγκ είναι ένα λυπηρό γεγονός που ξεκινά χρονικά από το 1896. Ακόμη όμως κι αν ο θάνατος αποφευχθεί οι αθλητές που ντοπάρονται θα αποκτήσουν σωματική και σε κάποιες περιπτώσεις ψυχολογική εξάρτηση με αποτέλεσμα να χρειάζονται υποστήριξη ακόμα και μετά το τέλος της καριέρας τους.

Η παγκόσμια κοινότητα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα έχει πάρει πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση του φαινομένου ιδρύοντας επιτροπές κατά του ντόπινγκ και θεσπίζοντας νομοθεσίες για την καταπολέμηση του, ενώ το 1968 γίνονται και οι πρώτοι έλεγχοι σε Ολυμπιακούς αγώνες. Η λίστα με τις απαγορευμένες ουσίες διαρκώς μεγαλώνει καθώς κάθε χρόνο δημιουργούνται και καινούργιοι τρόποι ντοπαρίσματος από τους ειδικούς. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι το φαινόμενο έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μάλιστα, δεν αφορά πια μόνο στον αθλητισμό υψηλού επιπέδου και τους επαγγελματίες αθλητές αλλά και σε άτομα που αθλούνται για ψυχαγωγικούς λόγους.